- κουρευτικος
- κουρευτικός3Diog.L. = κουρικός См. κουρικος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κουρευτικός — ή, ό (Α κουρευτικός, ή, όν) [κουρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά η αμοιβή τού κουρέα, τού κουρευτή 2. φρ.… … Dictionary of Greek
κουρευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα: Χρησιμοποιεί κουρευτική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρευτικά — κουρευτικός neut nom/voc/acc pl κουρευτικά̱ , κουρευτικός fem nom/voc/acc dual κουρευτικά̱ , κουρευτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρευτικόν — κουρευτικός masc acc sg κουρευτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρευτική — κουρευτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)